- ποδορραγής
- -ές Α(για το νερό τής Ιπποκρήνης και τής Πειρήνης) αυτό που ανάβλυσε όταν ένα πόδι αλόγου ράγισε την πέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ρραγής (< θ. ραγ-, πρβλ. ἐ-ρράγ-ην, παθ. αόρ. β' τού ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. αιμο-ρραγής].
Dictionary of Greek. 2013.